Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Λαφρίας Άρτεμης



     Όταν κάποιος ακούει για χρυσελεφάντινο άγαλμα, το μυαλό του πάει αμέσως στα δύο σπουδαία κολοσσιαία αγάλματα του γλύπτη και αρχιτέκτονα Φειδία, της Αθηνάς στον Παρθενώνα και του Δία στην Ολυμπία. Δεν ήταν όμως τα μοναδικά της αρχαιότητας. Από πηγές και μαρτυρίες γνωρίζουμε πως είχαν κατασκευαστεί πολλά περισσότερα, αφού η γλυπτική είχε φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα, ήδη από τον 6ο αι. π.Χ.. Ένα μάλιστα σωζόμενο σήμερα
χρυσελεφάντινο άγαλμα, το μοναδικό ίσως, βρίσκεται στο μουσείο των
Δελφών, και παριστάνει τον Απόλλωνα.    Ένα σπουδαίο, αλλά χαμένο σήμερα χρυσελεφάντινο άγαλμα, είναι αυτό της Άρτεμης, που βρισκόταν στον μεγάλο ναό που ήταν αφιερωμένος στη θεά, στην Καλυδώνα. Δυστυχώς, οι πληροφορίες που υπάρχουν είναι ελάχιστες και δεν αρκούν για περισσότερα συμπεράσματα.
  
 Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Καλυδώνιας Άρτεμης, κατασκευάστηκε τον 5ο αι. π.Χ. (460 π.Χ. ίσως), από δύο γλύπτες από την Ναύπακτο. Πρόκειται για τον Μέναιχμο και τον Σοΐδα, τα ονόματα των οποίων δεν μας είναι ιδιαίτερα γνωστά, αφού δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα, κάποιο άλλο έργο τους ή τουλάχιστον το όνομά τους σε κάποιο δημιούργημά τους. Οι Καλυδώνιοι θεωρούσαν την θεά Άρτεμη προστάτιδά τους και γι'αυτό, όταν ολοκληρώθηκε ο ναός της Λαφρίας Άρτεμης, ζήτησαν από τους δύο προαναφερθέντες αδριαντοποιούς να κατασκευάσουν ένα άγαλμα για να τοποθετηθεί στο εσωτερικό του ναού. Σίγουρα, ο πλούτος της Καλυδώνας θα ήταν μεγάλος εκείνη την περίοδο, αφού η κατασκευή ενός χρυσελεφάντινου αγάλματος, απαιτούσε υψηλό χρηματικό ποσό.
Οι μοναδικές πληροφορίες που υπάρχουν για την παρουσία του αγάλματος, προέρχονται από τον γεωγράφο Παυσανία (Ελλάδος Περιήγησις), αλλά και από κάποια ρωμαϊκά νομίσματα που αναπαριστούν το άγαλμα της θεάς του κυνηγιού.
    Μπορούμε να εικάσουμε ότι δεν ήταν κατασκευασμένο με ξύλινο κορμό, για τον λόγο ότι η θεά βρίσκεται σε όρθια θέση και όχι καθήμενη (όπως ο Δίας στην Ολυμπία) ή καλυμμένη με μακρύ χιτώνα (όπως η Αθηνά στον Παρθενώνα). Ο Μέναιχμος και ο Σοΐδας,

θα πρέπει να πρωτοτύπησαν στην συγκεκριμένη κατασκευή και να χρησιμοποίησαν μάρμαρο ή ορείχαλκο για τον σκελετό και στα γυμνά μέρη του αγάλματος (πόδια, χέρια, κεφάλι) να εφάρμοσαν ελεφαντοστό. Το ένδυμα, τα μαλλιά, τυχόν άλλα κοσμήματα θα ήταν από φύλλα από χρυσάφι. Μάτια και βλέφαρα, πιθανόν ένθετα.
    Η θεά είναι ντυμένη με ένα κοντό ιμάτιο, σφιγμένο με ζώνη και βρίσκεται σε ανάπαυση. Είναι όρθια με το δεξί της χέρι να ακουμπάει στο γοφό της. Με το αριστερό της χέρι κρατάει από το άνω μέρος του τόξο που ακουμπάει με το άλλο άκρο του σε χαμηλό βωμό. Σ’ ό,τι αφορά τώρα στη στάση των ποδιών, στα νομίσματα, τα πόδια είναι παράλληλα, με το δεξί να παίρνει το βάρος του σώματος ενώ το αριστερό να είναι λίγο λυγισμένο και να προβάλλεται λίγο μπροστά. Τα μαλλιά, παρόλο που το πρόσωπο φαίνεται φωτεινό, δεν διακρίνονται αν είναι δεμένα σε κότσο ή τα περιβάλλει κάποια κορδέλα. Το
άγαλμα της Θεάς, συμπληρώνει ένας σκύλος στα δεξιά της, που την κοιτάζει σταθερά σε θέση ξεκούρασης ή ετοιμότητας. Άγνωστο παραμένει το ύψος που κατείχε και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν ήταν φυσιολογικών διαστάσεων ή κολοσσιαίο, όπως του Δία και της Αθηνάς, φτάνοντας μέχρι την οροφή του ναού.
    Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Άρτεμης παρέμενε για πολλά χρόνια στην Καλυδώνα και αποτέλεσε πόλο έλξης και προσκυνήματος για Αιτωλούς, Ακαρνάνες και όχι μόνο. Καθώς η Αιτωλική Συμπολιτεία γνώρισε σπουδαία ακμή κατά τον 3ο-2ο αι. π.Χ., η Καλυδώνα αποτελούσε την κορωνίδα αυτής της ανάπτυξης, αφού ομολογουμένως ήταν η πιο όμορφη πόλη της Αιτωλίας, με υπέροχα κτήρια, ναούς, αγάλματα, μνημεία και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι είχε μια ακμάζουσα πόλη της αρχαιότητας.
    Με την εμφάνιση των Ρωμαίων στην Ελλάδα όμως, τα πράγματα άλλαξαν άρδην και για την Καλυδώνα. Ειδικά μετά την ιστορική ναυμαχία στο Άκτιο, το 31 π.Χ, ο νικητής Οκταβιανός Αύγουστος, προχωρεί σε ριζοσπαστικές κινήσεις στην περιοχή μας. Αφού αρπάζει όλους τους θησαυρούς και τα αγάλματα από πόλεις της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, τα μεταφέρει στην Νικόπολη, πόλη που ίδρυσε ο ίδιος, προς ανάμνησιν της σπουδαίας νίκης του. Το χειρότερο όμως ήταν ότι εξανάγκασε τον ντόπιο πληθυσμό να εγκαταλείψει τις πατρογονικές εστίες του και να μετακινηθεί στην καινούρια του πόλη, όπου χρειαζόταν πολίτες.
    Στην Καλυδώνα ακολούθησε διαφορετική τακτική: εξανάγκασε μεν τον πληθυσμό να μετακινηθεί στην Νικόπολη, αλλά όλους τους θησαυρούς και τα έργα τέχνης τα μετέφερε (δώρισε) στην πόλη των Πατρέων, λόγω της υποστήριξης που του παρείχαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Ακτίου. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Λαφρίας Άρτεμης μεταφέρθηκε επίσης στην αχαϊκή πόλη και τοποθετήθηκε σε ναό στην ακρόπολή της και από τότε αποτέλεσε θρησκευτικό κέντρο της περιοχής. Οι Πατρινοί, εκτός από το άγαλμα της Άρτεμης, υιοθέτησαν και την λατρεία της, αλλά και τις παραδόσεις των Καλυδωνίων.
  
  
 Μέχρι τον 2ο αι.μ.Χ., το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Θεάς υπήρχε στον ναό στη Πάτρα, κι αυτό επιβεβαιώνεται από τον γεωγράφο Παυσανία, ο οποίος καταγράφει την ύπαρξή του, αλλά και την προγενέστερη αιτωλική λατρεία της. Επίσης επιβεβαιώνεται από ρωμαϊκά νομίσματα, όπου αποτυπώνεται εκεί η DIANA LAPHRIA (βλ.παραπάνω εικόνες). Ίσως να βρισκόταν για 3 ακόμη αιώνες το

αιτωλικό άγαλμα στην Πάτρα, μέχρι το 521 μ.Χ. ή 551 μ.Χ., όπου δυο καταστροφικοί σεισμοί μετέτρεψαν σε ερείπια όλα τα κτήρια της
ακρόπολης. Η ακρόπολη των Πατρέων εγκαταλείπεται οριστικά, ειδικά και με την επικράτηση του χριστιανισμού και τα ερείπια χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του βυζαντινού κάστρου.
    Παρόλο που η μοναδική πηγή για το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αιτωλίας προέρχεται από τον αρχαίο περιηγητή Παυσανία και τα ρωμαϊκά νομίσματα, αυτό το γεγονός δεν μειώνει τη σπουδαιότητα του συγκεκριμένου γλυπτού. Ίσως δεν έχουν βρεθεί ακόμη κάποιες άλλες μαρτυρίες που θα μας έδιναν επιπλέον πληροφορίες. Εδώ μπορούν να μας βοηθήσουν δύο αγάλματα της Άρτεμης που βρέθηκαν σε δύο διαφορετικές περιοχές της χώρας μας και θεωρούνται αντίγραφα ίσως της χρυσελεφάντινης Λαφρίας Άρτεμης της Καλυδώνας.
    Το πρώτο (αριστερά) βρέθηκε στη Λέσβο το 1865 και τώρα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης. Το δεύτερο (δεξιά) βρέθηκε το 1989 από τον Πέτρο Θέμελη στη Μεσσήνη. Και τα δύο είναι των αυτοκρατορικών (ρωμαϊκών) χρόνων και θεωρούνται αντίγραφα του πρωτότυπου αγάλματος της Αιτωλικής Λαφρίας Άρτεμης, αφού είναι πολλές οι ομοιότητες με τις εικόνες των ρωμαϊκών νομισμάτων των Πατρών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου